ολοσούμπιτος, -η, -ο, επίθ. [<ολο- + σούμπιτος], ολόκληρος, ιδίως για πλοίο αύτανδρο: «ένα μεγάλο κύμα έπεσε πάνω στο πλοίο και χάθηκε ολοσούμπιτο στη στιγμή»·
- πήγε ολοσούμπιτος, απέτυχε παταγωδώς, χρεοκόπησε ολοκληρωτικά: «χίλιες φορές τον είχα συμβουλέψει πως δεν ήταν καιρός για ανοίγματα, αυτός όμως δε μ’ άκουσε και πήγε ολοσούμπιτος με την καινούρια δουλειά που έκανε». Συνών. πήγε φουνταριστός.